- μπαγκέτα
- baguette
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπαγκέτα — και μπακέτα, η 1. μικρή ξύλινη ράβδος με την οποία ο αρχιμουσικός διευθύνει την ορχήστρα 2. (κατ επέκτ.) το πλήκτρο με το οποίο ο τυμπανιστής κτυπά το τύμπανο 3. κεντητό στόλισμα περικνημίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baguette < ιταλ. bacchetta… … Dictionary of Greek
μπαγκέτα — η (λ. γαλλ.), η λεπτή ξύλινη ράβδος με την οποία ο μαέστρος διευθύνει την ορχήστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κύμβαλο — Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κ. είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα,… … Dictionary of Greek
μπακέτα — η βλ. μπαγκέτα … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
Λούκας, Τζορτζ — (George Lucas, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Η καριέρα του ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία, όταν συμμετέχοντας σε έναν φοιτητικό διαγωνισμό ταινιών απέσπασε το πρώτο βραβείο για το φιλμ του… … Dictionary of Greek
Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… … Dictionary of Greek
Στζερμπ, Αντάλ — (Szerb). Ούγγρος συγγραφέας (Βουδαπέστη 1901 Μπαλφ 1945). Σπούδασε στο κολέγιο Εοτβός και στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης και του Γκρατς, όπου βραβεύτηκε στην ουγγρική, γερμανική και αγγλική λογοτεχνία. Ως δοκιμιογράφος κατόρθωσε να αναγάγει το… … Dictionary of Greek
μαέστρος — ο (λ. ιταλ.), μουσικοσυνθέτης ή διευθυντής ορχήστρας: Ο μαέστρος κούνησε την μπαγκέτα του, και η ορχήστρα άρχισε να παίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)